Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Στάζει

Μη γυρίσεις να με χαιρετήσεις όταν με δεις αγκαλιά με τον Άδη.
Μη ζηλεψεις όταν θα φιλήσω τα νεκρά του χείλη.
Μη φωνάξεις τ'όνομά μου όταν σου γυρίσω την πλάτη.
Δε σου κρατάω κακία για ότι έκανες.
Βρήκα καλύτερη παρέα.
Μου κόστισε το να βρίσκομαι απόψε εδώ.
Όσο μου κόστισε το να φεύγω τότε από κει.
Δεν πρόλαβα να σε δω να φεύγεις.
Εξαφανίστηκες.
Άκου!
Η ανάσα σου κόβεται.
Δε σου σφίγγω τα πνευμόνια.
Πάρε ανάσα.
Την καρδιά σου ξερίζωσα.
Μην ανησυχείς,δεν είναι μεγάλη.
Οι αρτηρίες σου στάζουν φαρμάκι.
Όλα τα μόλυνες.
Τίποτα δε σου έμεινε.
Χάσου από μπροστά μου...
...και πάρε και την καρδιά σου μαζί.
Στάζει αμαρτίες στα χέρια μου και ο Άδης δεν έχει νερό να μου δώσει.
Με γλείφει σαν το σκυλί τα βράδια.
Και το πρωί που ξυπνάω δίπλα του,τρώει κ από ένα κομμάτι μου.
Με σκοτώνει λίγο λίγο....
...αλλά με κοιτάει στα μάτια όταν το κάνει.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Ποτισμένο μαύρο μετάξι

Σηκώθηκε ξανά στα πόδια της
Η καρδιά μου τρέμει βλέποντας τη να προχωράει
Μόνη της ξεκινάει πάλι
Μα αυτή τη φορά ελπίζει
Βγαίνει ξυπόλιτη στη βροχή γιατί δεν πονάει πια
Έχει μουδιάσει
Δένει τα μάτια της με μαύρο μετάξι
Και περπατάει
Δεν την νοιάζει πού πάει
Πώς θα φτάσει και αν τα καταφέρει
Αποφάσισε να πιστέψει
Εκεί στήριξε τις τελευταίες τις ελπίδες
Την κοιτάω καθώς απομακρύνεται και προσεύχομαι να βρει το δρόμο της
Η βροχή γλιστράει πάνω της..μα όχι και αυτή πάνω στη βροχή
Φοβάται
Νιώθω το τρέμουλό της να μου συνθλίβει τα κόκαλα
Ένας πόνος βαθύς και απερίγραπτος
Πόσο χειρότερα να νιώθει άραγε?
Γιατί σταμάτησες?
Τότε το είδα
Τα μάτια της ήταν ακόμα καλυμμένα αλλά το βλέμμα της με χτύπησε σαν ωστικό κύμα
Με γονάτισε
Και τότε έπεσε
Πότισε το μετάξι της και έγινε ένα με τη βροχή
Μία σταγόνα μόνο..μα ήταν δική της
Μαύρη σαν το μαντήλι της
Βαριά σαν την ψυχή της
Καυτή σαν το κορμί της
Δεν τόλμησε να ψελλίσει ούτε ανάσα
Δάκρυσε τη στεναχώρια της και χάθηκε στη βροχή